Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Θαύμα της Παναγίας στη Mονή Σαϊνταναγια.

saidnaya1
Ένα θαυμαστό γεγονός πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Γυναικείο Μοναστήρι της Παναγίας της Σαϊντανάγια στη Συρία.
 
Να αναφερθεί ότι ο συνεχιζόμενος εμφύλιος πόλεμος έχει καταστρέψει πολλά χριστιανικά ιδρύματα, ενώ εκτόπισε χιλιάδες χριστιανούς από τα σπίτια τους.
Σύμφωνα με μαρτυρίες τον περασμένο μήνα μια ομάδα ανταρτών εκτόξευσε ρουκέτα εναντίον της Μονής.
Οι μοναχές που βρισκόταν μέσα στο Μοναστήρι ένιωσαν έναν μεγάλο θόρυβο, και το έδαφος να δονείται.
Το μόνο σίγουρο ήταν ότι η ρουκέτα θα κατέστρεφε το Μοναστήρι και οι μοναχές θα σκοτωνόνταν.

Βενιζέλος: ''Καταδικάζουμε την επίθεση στον Ελληνορθόδοξο Ναό του Αγίου Γεωργίου''.

Evangelos-Venizelos-YPEX
Επίθεση πραγματοποιήθηκε στον Ελληνορθόδοξο Ναό του Αγίου Γεωργίου, στην Τρίπολη Λιβάνου, με χειροβομβίδα, η οποία προκάλεσε τον τραυματισμό δύο ατόμων.
 
Σε δηλώσεις προχώρησε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και ΥΠΕΞ Ευ. Βενιζέλος, που είπε χαρακτηριστικά: «Καταδικάζουμε απερίφραστα την επίθεση με χειροβομβίδα στον Ελληνορθόδοξο Ναό του Αγίου Γεωργίου στην Τρίπολη του Λιβάνου, η οποία προκάλεσε τον τραυματισμό δύο ατόμων.

Αντιπροσωπεία κληρικών από την Εκκλησία της Ελλάδος στην Ιορδανία.


Ιδιαίτερη τιμή και χαρά είναι για το Βασίλειο της Ιορδανίας η επίσκεψη (από την Κυριακή 13/26 Ιανουαρίου τρ.έ.) του Σεβ. Μητροπολίτου Δωδώνης κου Χρυσοστόμου με συνεργάτες του από το Γραφείο περιηγητικού θρησκευτικού τουρισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Την συνοδική αντιπροσωπεία υποδέχθηκε στο αεροδρόμιο του Αμμάν ο Σεβ. Μητροπολίτης μας εξ ονόματος της Α.Θ.Μ. του Πατρός και Πατριάρχου μας Κου ΚουΘΕΟΦΙΛΟΥ,μεταφέροντας τους θερμούς ασπασμούς Του και το "καλώς ήλθατε" στην εκκλησιαστική αυτή επαρχία του παλαίφατου Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων.

Πρέπει να φιλοξενούμε και να ελεούμε.

         
1Από το Μέγα Γεροντικό
Είπε ο αββάς Απολλώς για την υποδοχή των αδελφών:

“Καθώς έρχονται οι αδελφοί, πρέπει να υποκλινόμαστε με σεβασμό, την ώρα εκείνη στον Θεό υποκλινόμαστε και όχι σ΄αυτούς. Γιατί λέει “είδες τον αδελφό σου, είδες τον Θεό σου”. Και αυτό, κατά τη μαρτυρία της Γραφής, το έχουμε παραλάβει από τον Αβραάμ. Ακόμη όταν τους υποδέχεσθε, να σπεύδετε μ΄όλη σας την καλή διάθεση να τους αναπαύσετε. Και αυτό το γνωρίζουμε από το παράδειγμα του Λώτ που με την επιμονή του φιλοξένησε τους αγγέλους”.

Δεν σε σώζουν τα ράσα, ούτε σε κολάζει η ζωή στον κόσμο!


«…Επί πλέον ας μάθει ο άνθρωπος αυτός ότι η μοναχική ζωή, σ’ αυτόν που την επιθυμεί, δεν είναι τίποτε άλλο παρά επιμελής τήρησις των σωτηρίων εντολών του θείου και προσκυνητού Ευαγγελίου του Χριστού, τουτέστιν κάθε δικαιοσύνη, κάθε έλεος και ευσπλαχνία και ανυπόκριτη αγάπη, ταπείνωσις καρδίας, πραότης, σωφροσύνη, περιφρόνησις του πλούτου του απολυμένου, της κοσμικής δόξης και τιμής και κενοδοξίας και απόρριψις κάθε πλεονεξίας.
Διότι αν κατορθώση αυτές τις αρετές στην κοσμική ζωή, με τρόπο ευάρεστο στον Θεό, δεν είναι μακρυά από την μοναχική πολιτεία.

Αφιέρωμα στο πρόσωπο της Μητέρας.

 
 
 
Την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου στις 10.15π.μ. στην Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσοπηγής Πολυδενδρίου Αττικής, μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, θα πραγματοποιηθεί ένα αφιέρωμα στο πρόσωπο της Μητέρας με αφορμή την εορτή της Υπαπαντής.

Ο άπιστος πατέρας αποδέχεται το μήνυμα του μικρού παιδιού του...


.Μια καταπληκτική συζήτηση ενός πατέρα με τοό γιό του.

- Πατέρα, είπε την Κυριακή ο μικρός στον πατέρα του, έχω την άδεια σου να πάω στην Εκκλησία;

- Όχι, απάντησε ο άπιστος πατέρας. Η Εκκλησία δεν είναι για σένα. Είναι για τους γέρους και τις γριές.

- Μα, πατερούλη μου, είπε ο μικρός, στο σχολείο έμαθα ότι η τέταρτη εντολή του Θεού, λέει να πηγαίνουμε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία, για να λατρέψουμε τον Θεό.

Ποια Ελλάδα φτιάχνουμε;

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου 
 
Ποια Ελλάδα φτιάχνουμε; Μέσα στην παραζάλη των οικονομικών ελλειμμάτων και της γενικής κρίσης έχουμε τον, έστω ελάχιστο, καιρό να αναρωτηθούμε προς τα πού πηγαίνουμε, ή σαν κοπάδι έχουμε αφεθεί στην κατεύθυνση που άλλοι μας έχουν ορίσει;
Το ερώτημα τίθεται κυρίως στους σημερινούς τριαντάρηδες και σαραντάρηδες, στη γενιά δηλαδή του κ. Τσίπρα, που φιλοδοξεί να κυβερνήσει τη χώρα και που αποδέχεται αβασάνιστα ό,τι στη Γαλλία και αλλού χαρακτηρίζεται "προοδευτικό".

Οδηγός για δίαιτα 12

Η πιο συγκινητική στιγμή στη διαδρομή των Τιμίων Δώρων

 

του Μανώλη Κείου
Κάθε στιγμή από την ώρα που τα Τίμια Δώρα των Μάγων μεταφέρθηκαν από την Ι.Μ. Αγίου Παύλου Αγίου Όρους στη Ρωσία, τη Λευκορωσία και την Ουκρανία ήταν ξεχωριστή.

Πλήθη λαού συνέρρευσαν για να προσκυνήσουν και να λάβουν τη Θεία Χάρη. Ίσως όμως μια στιγμή από αυτό το ταξίδι να ήταν ξεχωριστή. Οταν τα Δώρα πήγαν σε εκείνους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να πάνε οι ίδιοι...Όταν τα Δώρα μεταφέρθηκαν στο Κέντρο παιδιατρικής ογκολογίας όπου τα προσκύνησαν παιδάκια με ογκολογικές ασθένειες έξω από το Μινσκ. Τα παιδιά αυτά μαζί με τους γονείς τους έσκυψαν με ιδιαίτερη θέρμη πάνω από το ιερό προσκύνημα και προσευχήθηκαν μόνο για ένα πράγμα...Το μέγιστο αγαθό...Την υγεία τους...

Ποιοί μᾶς κυβερνοῦν!

Του Κωνσταντίνου Ερρίπη, θεολόγου - Καρδιολόγου  

Ὁ Βλαντιμίρ Πούτιν χώρισε ἀπό τήν σύζυγό του καί «τά ἔχει» μέ μία ἀθλήτρια.
Ὁ Ὄλι Ρέν χώρισε ἀπό τήν δεύτερη γυναίκα πού συζοῦσε καί εἶναι ἀπό καιροῦ δεσμευμένος μέ μία ἠθοποιό καμμιά 40αριά χρόνια μικρότερή του.
Ὁ Σίλβιο Μπερλουσκόνι παίρνει ἤδη τό δεύτερο διαζύγιο.
Ὁ Μπάρακ Ὀμπάμα χαζεύει δίπλα σέ κάθε ξανθιά, καί μέχρι νά χωρίσει καί αὐτός πλέκει, ὡς ἀντίδοτο, τό ἐγκώμιο τῆς συζύγου του.

Περισσότερα ελληνικά σχολεία στον Καναδά ζητεί ο Μητροπολίτης Σωτήριος.

canadasotirios-thumb-largeΤη σημασία της ελληνορθόδοξης παιδείας ως μοχλό στήριξης της ελληνορθόδοξης ταυτότητας στην πολυπολιτισμική πραγματικότητα του Καναδά, επισημαίνει σε σχετική εγκύκλιό του ο μητροπολίτης Καναδά, Σωτήριος, με αφορμή την ημέρα των Ελληνικών Γραμμάτων και τον εορτασμό των Τριών Ιεραρχών.
 
Ταυτόχρονα καλεί τις κοινότητες των Ελλήνων του Καναδά να ιδρύσουν περισσότερα ημερήσια ελληνικά σχολεία στις επαρχίες της χώρας.
«Θα γιορτάσουμε πάλι εφέτος τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών και την εβδομάδα των Ελληνικών Γραμμάτων.

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ ἐν Πάρῳ.

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος γεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα τὸ ἔτος 1800 καὶ ὀνομαζόταν Ἀθανάσιος. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς καὶ σὲ ἡλικία ἐννέα ἐτῶν μετέβη στὶς Κυδωνὶες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου σπούδασε στὴν ὀνομαστικὴ σχολὴ τῆς πόλεως ἔχοντας ὡς σχολάρχη τὸν περίφημο διδάσκαλο ἱερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς φοιτήσεώς του συνδέθηκε μὲ τὸν πνευματικὸ Γέροντα Δανιὴλ ἀπὸ τὴ Ζαγορὰ τοῦ Πηλίου, ἕναν ἀπὸ τοὺς ὀνομαστοὺς πνευματικοὺς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ ἔγινε ὑποτακτικός του.
Τὸ ἔτος 1815 ὁ Ἅγιος ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ τὸν Γέροντα Δανιὴλ καὶ ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός. Ἀργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρὰ τὶς ἀντιδράσεις του, καθὼς δὲν θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄξιο καὶ μετὰ ἀπὸ ἑξαετῆ παραμονὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦλθε καὶ πάλι μὲ τὸν Γέροντά του, στὴ μονὴ Πεντέλης στὴν Ἀθήνα. Ὅμως καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν, γιατί ἄρχισε ἡ ἐπανάσταση κατὰ τῶν Τούρκων. Στὴ συνέχεια μετέβησαν στὶς Κυκλάδες, ὅπου ὁ Ὅσιος χειροτονήθηκε τὸ 1817 Πρεσβύτερος.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Οι νέοι της ενορίας Αγίων Αναργύρων Καραβά εορτάζουν τον προστάτη τους Άγιο Μάρτυρα Ταρσίζιο.

Με ιδιαίτερη τιμή σας προσκαλούμε στην ετήσια εορτή του Αγ. Μάρτυρος Ταρσιζίου, την Παρασκευή 8 και το Σάββατο 9 Φεβρουαρίου στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Καραβά της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς.

Ο Άγιος Ταρσίζιος μαρτύρησε στη Ρώμη δια λιθοβολισμού περί το 257μ.Χ, σε νεαρή ηλικία, υπερασπιζόμενος τα Τίμια Δώρα, τα οποία μετέφερε στους φυλακισμένους μελλοθάνατους Χριστιανούς.

Σε υπόγειο χώρο του ναού της ενορίας των Αγ. Αναργύρων Καραβά
έχει δημιουργηθεί (αρχές δεκαετίας του 1980) «κατακόμβη», κατά το πρότυπο κατακομβών της Ρώμης.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
31 Ἰανουαρίου 2014 18.00 Μέγας Ἑσπερινός

1 Φεβρουαρίου 2014 8.00 Ἀκολουθία Ὄρθρου
9.00 Ἀρχαιοπρεπής ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Μάρκου, ἱερουργοῦντος τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς κ.κ. Σεραφείμ.

Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας θα ακολουθήσει ξενάγηση στο χώρο της κατακόμβης. Ξεναγήσεις σε σχολεία και κατηχητικά γίνονται όλο τον χρόνο κατόπιν συνεννόησης.
Φωτογραφίες από την κατακόμβη του Αγ. Ταρσιζίου.








Νησίδα σταθερότητας σε μία εκρηκτική γειτονιά.

 

Κωνσταντίνος Χολέβας
Πολιτικός Επιστήμων 
 
Αρέσει στους Έλληνες να μεμψιμοιρούμε και να βλέπουμε μόνον τα αρνητικά της παρούσης καταστάσεως. Η παραδοσιακή αισιοδοξία του Νεοέλληνα τείνει να εξαφανισθεί. Κι όμως για να προχωρήσουμε μπροστά πρέπει να βλέπουμε ψύχραιμα τα γεγονότα και να αξιοποιούμε τις ευκαιρίες. Παρά τα οικονομικά της προβλήματα η Ελλάς είναι σήμερα μία από τις ελάχιστες νησίδες σταθερότητας σε μία εκρηκτική περιοχή. Και αν κάνουμε τις κατάλληλες κινήσεις θα είμαστε σε θέση να βγούμε κερδισμένοι από τη γεωπολιτική συγκυρία. Τί εννοώ;

Τρείς Ιεράρχες σοφοί και επιστήμονες κατά Θεόν.

Του Μητροπολίτη Καισαριανής κ. Δανιήλ 

«Τίς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας » (Ἰακώβου γ΄13)

Δηλαδή : «Ὅποιος ἀπό σᾶς ἰσχυρίζεται πώς εἶναι σοφός καί συνετός, ἄς δεί­ξει   τά ἔργα τῆς καλῆς του διαγωγῆς μέ τόν ἤρεμο τρόπο τῆς ἀληθινῆς σοφίας»
Ἐπίκαιρος καί κατάλληλος ἀκούεται ὁ λόγος τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου στήν ἀγομένη σήμερα σεβασμία καί λαμπρή πανήγυρη τῶν ἁγίων Πατέρων μας Τριῶν Ἱεραρχῶν Βασιλείου τοῦ μεγάλου, ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας († 329-379 μ.Χ.), Γρηγορίου τοῦ θεολόγου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, († 329-389 μ.Χ.) καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου († 344-407 μ.Χ.), ἀρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως.

Άγιος Νικολάος Βελιμίροβιτς :Η πίστις είναι ιδιοκτησία του Χριστού.Η Πανθρησκεία του Αντιχρίστου.


nikolaivelimirovits
Στον συνταξιούχο Π.Ν. για ένα όραμα.
 
Είχατε ένα ασυνήθιστο όραμα στήν Εκκλησία κατά τη διάρκεια τής προσευχής. Είδατε πως ο Χριστός βγήκε απ’ το ιερό και στάθηκε. Ύστερα βγήκε κάποιος σαν Εβραίος ραβίνος, και στάθηκε εξ αριστερών του Χριστού. Τελικά βγήκε κάποιος με τη μαντήλα στο κεφάλι, και στάθηκε εκ δεξιών του Χριστού. Τότε και οι δυο τους από τις πλευρές έδωσαν τα χέρια στον Χριστό και έκαναν χειραψία μαζί Του. Τέτοιο όραμα είχατε.
Ενώ σαν ερμηνεία του δήθεν ερμηνευτή ανακοινώσατε το εξής:
ο Θεός θέλει να συμφιλιωθούν όλες οι θρησκείες και να δημιουργηθεί μία πίστη στον κόσμο!
 
Ο καθένας που είναι μυημένος στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού μπορεί να σας πεί ότι και το όραμα είναι ψευδές και η ερμηνεία είναι ψευδής. Το φάντασμα που είδατε μπροστά σας δεν είναι από τον Θεόαλλά από εκείνον που πάντα σηκώνει τα κέρατα του εναντίον της πίστης του Χριστού.

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος πρός τούς μαθητές καί τίς μαθήτριες ὅλων τῶν Ἑλληνικῶν Σχολείων.

 

Ἀγαπητά μας παιδιά,
Ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς Ἀνεξαρτησίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, οἱ πρόγονοί μας, ἐκεῖνοι δηλαδή πού ἀγωνίσθηκαν τό 1821 γιά νά ἐλευτερωθοῦμε, καθιέρωσαν νά τιμῶνται οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ὡς οἱ προστάτες τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων.
Ἡ ἑορτή τους, στίς 30 Ἰανουαρίου, δέν εἶναι μία ἁπλή ἀργία. Εἶναι μία ἡμέρα ἐκκλησιασμοῦ καί πνευματικοῦ ἑορτασμοῦ γιά νά μπορέσετε καό σεῖς μαζί μέ τούς γονεῖς καί τούς δασκάλους σας νά ἐμπνευσθεῖτε ἀπό τή ζωή καί τά διδάγματα τῶν Τριῶν Μεγίστων Φωστήρων τῆς Τρισηλίου Θεότητος.

Η κατακόμβη του Αγίου Ταρσιζίου στον Πειραιά πανηγυρίζει!!!!!!!

Οι νέοι της ενορίας Αγίων Αναργύρων Καραβά εορτάζουν τον προστάτη τους Άγιο Μάρτυρα Ταρσίζιο

Με ιδιαίτερη τιμή σας προσκαλούμε στην ετήσια εορτή του Αγ. Μάρτυρος Ταρσιζίου, την Παρασκευή 8 και το Σάββατο 9 Φεβρουαρίου στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Καραβά της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς.

Ο Άγιος Ταρσίζιος μαρτύρησε στη Ρώμη δια λιθοβολισμού περί το 257μ.Χ, σε νεαρή ηλικία, υπερασπιζόμενος τα Τίμια Δώρα, τα οποία μετέφερε στους φυλακισμένους μελλοθάνατους Χριστιανούς.
Σε υπόγειο χώρο του ναού της ενορίας των Αγ. Αναργύρων Καραβά
έχει δημιουργηθεί (αρχές δεκαετίας του 1980) «κατακόμβη», κατά το πρότυπο κατακομβών της Ρώμης.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
31 Ἰανουαρίου 2014 18.00 Μέγας Ἑσπερινός

1 Φεβρουαρίου 2014 8.00 Ἀκολουθία Ὄρθρου
9.00 Ἀρχαιοπρεπής ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Μάρκου, ἱερουργοῦντος τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς κ.κ. Σεραφείμ.

Ασεβής πρόκλησις.

Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη, ιεροκήρυκος 
 
'Ανόητο αποκάλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος τον τύπο, που διάλεξε ασεβέστατο τρόπο για να προβληθή! Ποιός ο τρόπος και ο τύπος;

• Ο τύπος, πρότυπο σύγχρονης ασέβειας, είναι ο Βαγγέλης Διαμαντό­πουλος. Τί έκανε; Έγινε καρναβαλιστής στο πρωτοχρονιάτικο καρναβάλι στό Άργος Ορεστικό της Καστοριάς. Εμφανίστηκε με γένεια και ράσα, για να δια­κωμωδήση την ιερωσύνη των χριστιανών.
Και το άκρον άωτον της βλάσφημης ασεβείας του. Κρατούσε στα χέρια σκεύος, που έμοιαζε με Δισκοπότηρο, για να χλευάση τη θεία Κοινωνία. Καλούσε δε καρναβαλιστές να... «τους κοινωνήση»!

• Η ασέβεια παίρνει τεράστιες διαστάσεις, αν σκεφθή κανείς, ότι αυτό τό πρόσωπο, που με θρασύτητα και αναίδεια διακωμώδησε δημόσια την πίστι των Ορθοδόξων και το φρικτό μυστήριο της θείας Κοινωνίας, είναι βουλευ­τής, μέλος του Ελληνικού Κοινοβουλίου!

• Ο ασεβής βουλευτής Διαμαντόπουλος δηλώνει αναρχικός. Έχει επα­νειλημμένα απασχολήσει την κοινή γνώμη με έξαλλες και ασεβείς ενέργειές του. Είναι δε βουλευτής Καστοριάς, περιοχής, που έχυσαν το αίμα τους Μα­κεδονομάχοι, όπως ο Παύλος Μελάς, για να μείνη αυτή η γη Ορθόδοξη Ελλη­νική.

Ακρόαση νέων μουσικών στη Συμφωνική Ορχήστρα.

Η Παιδική-Νεανική Συμφωνική Ορχήστρα, υπό την αιγίδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, διοργανώνει ακρόαση για νέους μουσικούς, ηλικίας 7 έως 19 ετών, για την καλλιτεχνική περίοδο Ιανουαρίου 2014 – Δεκεμβρίου 2014, σε όλα τα όργανα της Συμφωνικής Ορχήστρας:

Έγχορδα: βιολιά, βιόλες, τσέλλα, κοντραμπάσσα

Ξύλινα πνευστά: φλάουτα, όμποε, κλαρινέττα, φαγκότα, σαξόφωνο

Χάλκινα πνευστά: τρομπέτες, κόρνα, τρομπόνια, τούμπα, κρουστά, άρπα

Μήπως τά βλέπω ἀνάποδα;

Του Κωνσταντίνου Ερρίπη, θεολόγου - Καρδιολόγου 

Ἐάν εἶσαι ὑπάλληλος ἤ ἐργάτης, δέν δικαιοῦσαι οὔτε μία ἡμέρα ἄδειας τό χρόνο παραπάνω ἀπό τήν κανονική σου.

Ἐάν εἶσαι δολοφόνος κατ' ἐξακολούθηση, μπορεῖς νά παίρνεις ἄδειες ὅσες θέλεις.

- Ἐάν ἀνάψεις φωτιά στόν κῆπο σου καί ἄθελά σου ἐπεκταθεῖ στό διπλανό οἰκόπεδο, φυλακίζεσαι ὡς ἐμπρηστής.

Ἐάν ὅμως εἶσαι φυλακισμένος ἰσοβίτης, μπορεῖς νά βάζεις ἀτιμωρητί φωτιά στά στρώματα τοῦ κελιοῦ σου μέ σκοπό νά ἐπεκταθεῖ καί στά διπλανά.

Οι δάσκαλοι που " φύγαν' ", οι παλιοί.

 

Οι δάσκαλοι που " φύγαν' ", οι παλιοί,
δέκα δραχμούλες παίρναν' όλες κι όλες.
Δουλεύανε Δευτέρα ως Κυριακή
κι από γιορτές δεν κάτεχαν και σκόλες.


Για τ' ακριβά, καίγονταν σαν κεριά,
τα νάματα του Έθνους τα σπουδαία
κι απ' την ψυχούλα τους, μ' απλοχεριά
δίναν' κομμάτια για μια Ελλάδα νέα.
..........................................
Οι δάσκαλοι που " φύγαν' ", οι παλιοί,
οι δάσκαλοι οι ακριβοί, οι αγαπημένοι,
Χρέος κι Όνειρο ξέραν' τι θα πει
κι ας μη ζούσαν ζωή ονειρεμένη.

Ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Μάρτυρες.

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἄθλησαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κλαυδίου Β’ (268 – 269 μ.Χ.) καὶ ἡγεμονίας Βικαρίου τοῦ Οὐλπίου Ρωμύλου.
Ὁ Ἅγιος Κενσουρίνος κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ μαγίστρου καὶ τοῦ πρώτου τῆς συγκλήτου. Μετὰ ἀπὸ διαβολές, συνελήφθη καὶ κλείσθηκε στὴ φυλακή. Παρὰ τὰ βασανιστήρια ἐκεῖνος ὁμολογοῦσε μὲ ἐπιμονὴ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος Κενσουρίνος στὴ φυλακή, εἴκοσι στρατιῶτες πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο.
Ἡ Ἁγία Χρυσὴ ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ στὸ τέλος τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Τὸν ὑπηρέτη τῆς Μάρτυρος Χρυσῆς, Ἅγιο Σαβαΐνο, τὸν κτύπησαν μὲ βαριὲς σφαῖρες στὸν αὐχένα, τὸν κρέμασαν σὲ ξύλο καὶ τοῦ κατέκαψαν τὰ σπλάγχνα. Ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Κύριο.

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Γεώργιος Σίνας: Ο Έλληνας που ένωσε τις Βούδα και Πέστη.

 

Το όνομα της σημερινής πρωτεύουσας της Ουγγαρίας, Βουδαπέστη, είναι σύνθετο αλλά δεν ήταν από την αρχή έτσι!
Για την ακρίβεια προέρχεται από την συνένωση των ονομάτων των δυο πόλεων της Βούδας και της Πέστης, που είχαν κτιστεί κατά το Μεσαίωνα, ως ξεχωριστές πόλεις, αλλά αντικριστά στις όχθες του ποταμού Δούναβη.

Ο λόγος που ενώθηκαν τόσο πολεοδομικά όσο και ονομαστικά, οφείλεται στον Έλληνα μεγαλέμπορο και ευεργέτη του 18ου-19ου αιώνα Γεώργιο Σίνα, ο οποίος ένωσε τις δυο πόλεις κτίζοντας την, έως σήμερα σήμα κατατεθέν της πόλης, Γέφυρα των Αλυσίδων. Χάρη σε αυτή τη γέφυρα οι δύο πόλεις έγιναν ουσιαστικά μία και σταδιακά επικράτησε και το ενωμένο όνομα Βούδα-Πέστη!

Ο Ισαάκ Νεύτων έγραφε Αρχαία Ελληνικά.

Της Μερόπης Σπυροπούλου*
Μέ ἀφορμή τήν συζήτηση πού ἔχει πυροδοτήσει ἡ πρόταση «νά καταργηθεῖ ἡ διδασκαλία τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στό πρωτότυπο γιά τούς μαθητές τοῦ Λυκείου πού ἀκολουθοῦν θετική κατεύθυνση», πιστεύω ὅτι ἀξίζει νά πληροφορηθοῦν οἱ ἁρμόδιοι καί οἱ ἄλλοι ἐνδιαφερόμενοι ὅτι αὐτήν ἀκριβῶς τήν γλώσσα χρησιμοποιοῦσε γιά νά καταγράψει τίς ἐπιστημονικές σκέψεις καί ἰδέες του ἕνας ἀπό τούς κορυφαίους, στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, ἐπιστήμονες θ ε τ ι κ ῆ ς κ α τ ε ύ θ υ ν σ η ς.

Κατά τά ἔτη 1661 ἕως 1665, ὁ γνωστός φυσικός καί μαθηματικός Ἰσαάκ Νεύτων, ὑπῆρξε προπτυχιακός φοιτητής στό Trinity College, καί χρησιμοποιοῦσε ἕνα Σημειωματάριο ὅπου, ἐκτός ἀπό πολλές σημειώσεις πού ἀφοροῦσαν τίς σπουδές του, ἔγραφε, προοδευτικῶς, καί τίς δικές του ἐρευνητικές σκέψεις καί ἀνακαλύψεις , τίς σχετικές μέ τά Μαθηματικά, τή Φυσική καί τή Μεταφυσική. Εἶναι σκέψεις καί θεωρίες οἱ ὁποῖες διαγράφουν τίς ἀπαρχές τοῦ ἀριστουργηματικοῦ καί κλασικοῦ ἐπιστη-μονικοῦ ἔργου του «Principia Mathematica»(Μαθηματικές Ἀρχές τῆς Φιλοσοφίας τῆς Φυσικῆς).

Ο γέρο ξυλοκόπος και το λιοντάρι.



15Μια φορά ήταν ένα γέρος πολύ φτωχός κ'είχε κάμποσα παιδιά. Κάθε μέρα έπαιρνε στο γαϊδούρι του κ'επήγαινε στο δάσος και έκοβε με το πελέκι του ξύλα.

Χτυπούσε απο'δω, χτυπούσε από κει, όσο μπορούσε. Μια μέρα έρχεται μπροστά του ένα λιοντάρι και του λέει:

- Κάτσε γέρο, να ξεκουραστείς και΄γω να σου κόψω τα ξύλα, να φορτώσεις το ζώο σου και να πας να τα πουλήσεις και να πάρεις τίποτε των παιδιών σου για να φάνε.

Έτσι και έγινε. Έκατσε ο γέρος να ξεκουραστεί, του έκοψε το λιοντάρι τα ξύλα, εφόρτωσε το γαϊδούρι του κ' έφυγεν ο γέρος ...; Ύστερα από μερικές μέρες ξαναπήγεν στο δάσος και το λιοντάρι του είπε:

- Φέρνε, γέρο, το ζώο σου κάθε μέρα να σου το φορτώνω ξύλα.

Οδηγός για δίαιτα 10.

Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός: Θεραπεία του χαρακτήρα που εύκολα πέφτει στην κατάκριση.


15Πώς μπορεί να θεραπευτεί ο ασθενής χαρακτήρας που εύκολα πέφτει στην κατάκριση;

Kάθε ανθρώπινος χαρακτήρας θεωρείται ασθενής, όταν απουσιάζει απ  αυτόν η θεία Χάρη, που τελειοποιεί και συνέχει τα πάντα, αφού «τά ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί».

Aυτό τονίζει και ο Kύριός μας, όταν λέει ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» ( Ιω. 15,5).

Eκτός όμως της παρουσίας της Χάριτος, απαραίτητα χρειάζεται και η ανθρώπινη πρόθεση και συνεργασία, σύμφωνα με τους ηθικούς κανόνες της λογικής και τις θείες εντολές, που θα προκαλέσουν τη θεία επέμβαση.

O άνθρωπος που εύκολα κατηγορεί, το κάνει γιατί συνήθισε λανθασμένα να ερευνά τις ξένες πράξεις και σκέψεις παρά τις δικές του. Λησμόνησε τα λόγια της Γραφής «μή κρίνετε, ίνα μή κριθήτε» (Ματ. 7,1) και το «εν ω κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε» (Ματ. 7,2).

Σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχει χριστιανός στην Συρία.


1Η χριστιανική και ελληνορθόδοξη κοινότητα της Συρίας πρόκειται απλά να πάψει να υπάρχει εάν ο πόλεμος στη Συρία συνεχιστεί ανέφεραν ηγετικές προσωπικότητες της  χριστιανικής κοινότητας σε συμπόσιο που διοργανώθηκε στις ΗΠΑ.

Μέλη της χριστιανικής κοινότητας στη Συρία από διάφορα δόγματα δήλωσαν κατά τη διάρκεια ομιλίας τους στο Heritage Foundation στην Ουάσιγκτον  ότι οι πυρπολήσεις εκκλησιών και σπιτιών, οι απαγωγές και οι εκτελέσεις έχουν αναγκάσει τουλάχιστον 400.000 χριστιανούς να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στην Συρία, με αποτέλεσμα η μειονότητα αυτή να είναι μια από τις βασικές απώλειες του πολέμου που διεξάγεται στη χώρα αυτή επί 3 χρόνια περίπου. 

Πόσο μας ενδιαφέρουν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των πολιτικών;

Κωνσταντίνος Χολέβας Πολιτικός Επιστήμων  
 
Δεν συμφωνώ με την άποψη ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των πολιτικών προσώπων αποτελούν ιδιωτική τους υπόθεση. Ιδιαιτέρως για μία χώρα, όπως η Ελλάδα, η οποία απελευθερώθηκε και ιδρύθηκε από αγωνιστές που πρόβαλλαν και τιμούσαν την Ορθόδοξη Χριστιανική τους Πίστη και Παράδοση. 
Και για έναν λαό, όπως ο ελληνικός, ο οποίος αναγνωρίζει με πολλούς τρόπους την Ορθοδοξία ως συστατικό στοιχείο της εθνικής του ταυτότητας.

Οδηγός για δίαιτα 9

Παναγία η Μελικιώτισσα: 55 σφαίρες σε μια εικόνα.

Μισό αιώνα μετά, οι κάτοικοι της Μελίκης, στην Ημαθία ξαναζούν το θαύμα.
Το θαύμα της δικής τους Παναγίας, που έσωσε το χωριό και εκατοντάδες ψυχές από τον θάνατο την περίοδο του Εμφυλίου.

Όπως αποκαλύπτει η εφημερίδα "ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ" η εικόνα της Παναγιάς της Μελικιώτισσας, που ήταν «κρυμμένη» για περισσότερο από 50 χρόνια, «εμφανίστηκε» και πάλι.
Αυτή τη φορά στα χέρια του νέου εφημέριου του Ναού της Αγίας Παρασκευής, του πατέρα Γεωργίου.
Οι κάτοικοι της περιοχής αντιμετωπίζουν την επανεμφάνιση της ως σημάδι από τον Θεό ότι δεν τους έχει εγκαταλείψει.

Με την ευκαιρία της μνήμης των Τριών Ιεραρχών στην Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς.

Πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Κυριακής 26 Ιανουαρίου 2014 στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά με την ευκαιρία της μνήμης των Τριών Ιεραρχών η εκδήλωση με θέμα: «Ἡ σημερινή Κρίση ὑπό τό φῶς τῆς διδασκαλίας τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν» με κεντρικό ομιλητή τον Καθηγητή του ΕΚΠΑ κ. Απόστολο Νικολαϊδη.

Την εκδήλωση άνοιξε με ομιλία του ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ο οποίος και αναφερόμενος στον κ. Νικολαΐδη εξείρε το έργο του στο χώρο της εκπαίδευσης. 

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Χιοπολίτης.

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1780 στὸ Παλαιόκαστρο τῆς Χίου ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Ἀπόστολο καὶ τὴν Μαρουλοῦ. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἦρθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐργαζόταν πλησίον τοῦ ἀδελφοῦ του Ζαννῆ, ποὺ ἦταν ἔμπορος. Μνηστευθεὶς ὅμως μὲ μία νέα, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει ὁ ἀδελφός του, ἀποπέμφθηκε ἀπὸ τὴν ἐργασία του.
Ἡ φτώχεια τὸν ἔκανε νὰ θυμηθεῖ ὅτι ὁ Τοῦρκος Σεΐχ – οὐλ – ἰσλάμης ὄφειλε στὸν ἀδελφό του δύο δηνάρια, ἀπὸ κάποια ἀγορὰ ὑφασμάτων μὲ πίστωση, πῆγε στὴν οἰκία του, γιὰ νὰ εἰσπράξει τὸ ὀφειλόμενο χρέος καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἐκεῖ βρῆκε μία Μωαμεθανὴ ποὺ τοῦ ἐκδήλωσε τὴν ἀγάπη της λέγοντάς του ὅτι, ἢ πρέπει νὰ γίνει Μωαμεθανὸς γιὰ νὰ τὴ νυμφευθεῖ ἢ πρέπει νὰ πεθάνει. Ὁ Δημήτριος αἰφνιδιάστηκε. Δέχθηκε τὶς προτάσεις τῆς γυναίκας καὶ παρέμεινε στὴν οἰκία της ὡς ἐξωμότης. Ἦλθε ὅμως στὸν ἑαυτό του καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ραμαζανίου δραπέτευσε καὶ κρύφθηκε ἀπὸ Χριστιανικὴ οἰκογένεια στὴ συνοικία τοῦ Σταυροδρομίου. Ὁ ἀδελφός του Ζαννῆς ἔτρεξε νὰ τὸν συναντήσει.

Τρισάγιο από τον Μακ. Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο.

ecclesia.gr
E-mail Εκτύπωση PDF
1Ρεπορτάζ για το Ραδιόφωνο της Εκκλησίας: Μάκη Αδαμόπουλος
Φωτογραφίες: Χρήστος Μπόνης

"Υποχρέωση μας και πνευματικό καθήκον να τελέσουμε τρισάγιο", τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος από το Α' Κοιμητήριο Αθηνών, όπου τέλεσε τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου, με αφορμή τη συμπλήρωση έξι ετών από την εις Κύριον εκδημία του και πρόσθεσε πως...

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Κερκύρας Νεκτάριος: "Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δικαιώθηκε καί δικαιώνεται καθημερινά".

Ανήμερα της επετείου της εκδημίας του (28/1) στον κατάμεστο, από τον ιερό Κλήρο και τον λαό της πόλης, Μητροπολιτικό Ναό του Βόλου τελέστηκε Αρχιερατική Θεία Λειτουργία και Μνημόσυνο, προεξάρχοντος του Σεβ. Μητροπολίτου Κερκύρας κ. Νεκταρίου, τον οποίο πλαισίωσε ο οικείος Ποιμενάρχης κ. Ιγνάτιος.

Στην ομιλία του ο κ. Νεκτάριος, μεταξύ άλλων, ανέφερε: ««Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων, καὶ εὐλογία Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν αὐτοῦ. Μακάριος ἄνθρωπος, ὃς εὗρε σοφίαν, καὶ θνητὸς ὃς εἶδε φρόνησιν». (Παροιμ. 10, 6-7).

Ένα θρησκευτικό βιβλιοπωλέιο με 55 χρόνια προσφοράς!

Του Αντώνη Μακατούνη
(από το ένθετο της Δημοκρατίας 
για την Ορθοδοξία)

Πενήντα πέντε χρόνια ζωής και αδιάκοπης λειτουργίας συμπληρώνει φέτος το βιβλιοπωλείο της Αποστολικής Διακονίας, το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς για τους πιστούς που θέλουν να διαβάσουν ένα καλό θεολογικό βιβλίο.

Αναμφίβολα ξεχωρίζει ανάμεσα στην πληθώρα των καταστημάτων της πλατείας Κλαυθμώνος (επί της οδού Δραγατσανίου 2) για τη «διαφορετική» βιτρίνα του. Στο εσωτερικό του όμως βρίσκεται ο πραγματικός θησαυρός του, αφού τα βιβλία του, που προσφέρουν πνευματική τροφή, είναι αμέτρητα.  Πρόκειται για σπουδαίες εκδόσεις Λειτουργικών Βιβλίων, Πατερικών, Πατρολογίας, Αγιολογίας, Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Θεομητορικά, Ποιμαντικά, Κατηχητικά κ.ά. καλύπτοντας, όσο το δυνατόν, όλα τα θέματα της Ορθοδοξίας.

Μην περιμένεις να βρεις τον εαυτό σου για να ξεκινήσεις.


alone-on-the-bench-by-madmark6-d335k19Περιμένεις μέρες, μήνες, χρόνια, σε ένα στημένο ραντεβού. Δεν ήρθε ακόμη. Δεν φάνηκε. Άργησε πολύ, τόσο που μάτωσαν τα μάτια στην αναμονή, τόσο που ράγισε η καρδιά στην προσμονή.

Θα στο πω εγώ κι ας πονέσεις. Δεν θα έρθει… Μην περιμένεις…
Όχι γιατί σε απορρίπτει. Αλλά γιατί δεν μπορεί να έρθει. Δε στο υποσχέθηκε, ποτέ. Εσύ το φαντάστηκες, εσύ είχες ανάγκη να το πιστέψεις.
Δεν θα έρθει ποτέ εκείνος ο εαυτός που περιμένεις χρόνια στο ραντεβού.

Δεν θα έρθει ποτέ η μέρα όπου θα εμφανιστεί εντός σου ένας εαυτός καλοντυμένος, τέλειος, άψογος, αναμάρτητος, αψεγάδιαστος. Όχι δεν θα ‘ρθει. Δεν μπορεί να έρθει, γιατί απλά δεν υπάρχει.
Το ξέρω, στο είπαν, το άκουσες, το ήθελες και εσύ κατά βάθος, σαν άλλοθι σαν δικαιολογία, για να μην ξεκινήσεις ποτέ το ταξίδι. Ίσως κάποιοι που παίζουν με τις καρδιές των άλλων, να στο υποσχέθηκαν.

Η κόρη του Χότζα. (Μία πραγματική ιστορία με κρυπτοχριστιανούς).


.(Η ιστορία δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο διαδίκτυο).

Όλη τη μέρα γύριζε ανάμεσα στα δεμένα καράβια. Κατέβαινε στο λιμάνι κι έφευγε το μεσημέρι. Πάλι τ’ απόγιομα για να αποτραβηχτεί το δειλινό. Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο.

Μόνο σαν είχε κάποια δουλειά ή τις ώρες που ήταν στο τζαμί έλειπε απ’ την προκυμαία. Τον υπόλοιπο καιρό ήταν συνεπής στο δρομολόγιό του.

«Τι θέλεις χότζα  στο λιμάνι;» Τον ρώτησε κάποιος.

«Μιλώ με τα καράβια», αποκρίθηκε. «Φέρνουν μηνύματα απ’ όλο τον ντουνιά».

Ήταν και μέρες που δεν φαινότανε καθόλου. Τότε όλοι καταλάβαιναν. Ο χότζας είναι άρρωστος. Κάτι έλειπε απ’ το λιμάνι της Τραπεζούντας.

Οι κινήσεις του κάθε φορά ήταν οι ίδιες. Είχαν μια στερεότυπη επανάληψη. Στην αρχή κοιτούσε από μακριά όλα τα πλοία. Λες κι ήθελε να τα χωρέσει όλα η ματιά του. Ύστερα, σκυφτός, με τα χέρια πίσω, σεργιάνιζε απ’ τη μια άκρη ίσαμε την άλλη. Σε κάθε πλεούμενο στεκότανε προς στιγμή, σαν να το καλημέριζε. Μετά προχωρούσε στο άλλο. Αν σε κάποιο δούλευε το τσούρμο, φόρτωνε, ξεφόρτωνε, μερεμέτιζε, έμενε πιο πολύ παρατηρώντας την κάθε εργασία. Οι ντόπιοι τον ήξεραν και δεν τους πείραζε. Οι άλλοι έδειχναν την ενόχλησή τους. μερικοί, οι πιο νευρικοί, τον έδιωχναν. Τότε κατέβαζε το κεφάλι και για πολλή ώρα ήταν φαρμακωμένος. Εκείνες τις στιγμές μέτραγε τους φίλους του, που άρχιζαν τ’ αστεία για να τον κάνουν να ξεχάσει. Να του πάρουν την πίκρα.

Τους ναυτικούς τους γνώριζε με τα μικρά τους ονόματα. Ακόμη πιο πολύ γνώριζε τις έγνοιες και τα βάσανά τους. Καθώς περιδιάβαζε στο μελίσσι του λιμανιού, σταματούσε εκεί που είχε χτυπήσει ο πόνος.

«Τι κάνει Μεχμέτ το παιδί σου;» ρωτούσε.

«Ψήνεται χότζα».

«Πως ξημερώθηκε;»

«Χάλια».

«Να το πας στο γιατρό. Με τα γιατροσόφια δεν κάνεις τίποτα».

«Αχ χότζα! Θέλει παράδες. Που να τους βρω;»

«Έλα στο σπίτι να τα πούμε».

«Θα έρθω». Μια αχτίδα ελπίδας άρχιζε να φαίνεται.

Άλλον τον φώναζε κοντά. Να μην ακούσουν οι γύρω.

«Πως τα βολεύεις;»

«Κάτι γίνεται χότζα μου. Δόξα στον Αλλάχ».

«Όσκελντιν. Σε σκεφτόμουν ψες βράδυ. Σ’ είχα έγνοια».

«Φχαριστώ  χότζα μου». Γλυκαινότανε η καρδιά του που κάποιος τον είχε έγνοια.

Τους ξένους δεν αργούσε να τους γνωρίσει. Συνήθως δίχως δυσκολία. Ήταν όμως και μερικοί που, όχι μόνο δεν απαντούσαν στα καλωσορίσματα του, μα έδειχναν τον κακό χαρακτήρα τους. Άλλοι πάλι τον σιχτίριζαν μόλις τον έβλεπαν απρόσκλητο στο καράβι τους. Πάλι το φαρμάκι ανέβαινε στο στόμα του.

Ήταν πρωί, κοντά στις δέκα, όταν μπήκε στο λιμάνι το τρικάταρτο μπρίκι με την ελληνική σημαία. Ο χότζας έκανε τον καθημερινό του περίπατο κι όλα γύρω είχαν πάρει τη συνηθισμένη όψη τους. τα πληρώματα ήταν στις δουλειές τους. Οι πραματευτάδες συζητούσαν με τους καπεταναίους και τους ατζέντηδες. Οι βαστάζοι μεταφέρανε τα εμπορεύματα και πιο κει οι ξέμπαρκοι έψαχναν για δουλειά. Το ελληνικό καράβι πλησίασε στο μώλο κι άρχισε τις μανούβρες για να δέσει. Απ’ τη γέφυρα ακουγόταν ο καπετάνιος να δίνει όρντινα ανάμεσα σε βρυχηθμούς και βλαστήμιες κι έξω οι εργάτες αγωνίζονταν να περάσουν τους κάβους στις δέστρες. Ο χότζας, γιομάτος χαρά, καθόταν πιο πέρα. Δεν χόρταινε να βλέπει τους ναυτικούς και γελούσε σαν μικρό παιδί με τα διάφορα απρόοπτα. Πίσω του τα πειραχτήρια του λιμανιού, δείχνοντας κοροϊδευτικά, ξεσήκωσαν τις κινήσεις και τα γέλια του.

Όταν πια έδεσε το καράβι βγήκε ο καπετάνιος και πήγε να παρουσιασθεί στο λιμενάρχη, τον «λιμάν ρεΐση». Μαζί του κι ο γραμματικός με τα πασαπόρτια και τα έγγραφα του καραβιού. Πέρασαν δίπλα του. Τους κοίταξε καλά και τους χαιρέτησε:

«Καλώς μας ήρθατε! Καλώς μας ήρθατε! Είχατε καλό ταξίδι;»

Ούτε που έκαναν τον κόπο να τον κοιτάξουν.

Μέχρι να γυρίσουν, κανείς απ’ το πλήρωμα δεν μπορούσε να βγει στη στεριά. Δυο – τρείς μάζευαν τις σαλαμάστρες κι οι λοιποί, ακουμπισμένοι στην κουπαστή, περιεργάζονταν τον έξω κόσμο. Του φάνηκαν σαν παραπονεμένα παιδιά, τιμωρημένα απ’ το γονιό τους σε περιορισμό. Πήγε κοντά κι άρχισε να τους μιλάει, όπως έκανε και σ’ άλλες παρόμοιες περιπτώσεις. «Καλώς τα παιδιά». «Πώς ήταν το ταξείδι;» «Τι καλά μας φέρατε;»

Κανείς τους δεν απάντησε. Έδειχναν να μην καταλαβαίνουν τη γλώσσα του. Συνέχισε όμως να ρωτά, ώσπου κάποιος ναύτης έβαλε τη φωνή:

«Κωνσταντή. Κόπιασε να δεις τι θέλει τούτος δω!»

Ο Κωνσταντής ξεπρόβαλε στο κατάστρωμα. Τον κοίταζε ερευνητικά και μετά πλησίασε στην κουπαστή.

«Θες τίποτα;» τον ρώτησε στα τούρκικα.

«Καλώς ήρθατε. Πως ήταν το ταξίδι; Καλό;» ρώτησε, χαμογελώντας.

Ο άλλος τον κοίταξε ξαφνιασμένος. «Που ξεφύτρωσε τούτος;» αναρωτήθηκε.

«Αχ καημένε» του απάντησε. «Μακριά από το σπίτι σου πουθενά δεν είναι καλά».

Αυτό ήταν. Βρήκε κάπου να κρατηθεί. Πλησίασε ακόμη λίγο κι άρχισε τις ερωτήσεις. Πόσα χρόνια ταξιδεύεις; Έχεις οικογένεια; Μάνα; Πατέρα; Ήξερε να κάνει τον άλλο ν’ ανοίγεται.

Πέρασε η ώρα κι ο χότζας δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Μετά τον Κωνσταντή ήταν η σειρά του καπετάν Θανάση. Μπήκε στην κουβέντα και το τζόβενο ο  Λευτεράκης, παιδί αμούστακο, που νοσταλγούσε τη μάνα του. Για όλους είχε έναν καλό λόγο. Ένα βάλσαμο.

Κοντά στο μεσημέρι γύρισαν ο καπετάνιος κι ο γραμματικός. Μαζί τους ήταν κι ο βαρδιάνος, ο επιστάτης ο καραντίναζης, ο αρμόδιος για την καραντίνα, να ψάξει να δει όλο το καράβι και το πλήρωμα, μήπως φέρνουν καμιά αρρώστεια. Αν ναι, θα τόστελνε μακριά για ν’ αποφύγει ο τόπος τις επιδημίες. Όμως όλα πήγανε καλά, κι ήρθε η σειρά του τελώνη, του γιουρμπουρλή. Νευρικός, όπως πάντα, βλοσυρός, ανέβηκε να φορολογήσει το φορτίο. Μια διαδικασία που μπορούσε να κρατήσει από λίγα λεπτά, ίσαμε δυο και τρείς ώρες. Ανάλογα πόσο κουβαρντάς ήταν ο καπετάνιος. «Έπεσε το πεσκέσι» σκέφτηκε ο χότζας. Δεν πρόκαμαν ν’ ανέβουν κι ο τελώνης έβγαινε χαρούμενος. Στάθηκε λίγο στη σκάλα, σήκωσε το χέρι και χαιρέτησε όλο το πλήρωμα. Μετά, όταν πάτησε στη στεριά στράφηκε στο χότζα.

«Καλημέρα χότζα μου» του φώναξε κεφάτος. «Τι κάνουν στο σπίτι;»

Χωρίς να περιμένει απάντηση προχώρησε γελώντας. Ο άλλος τον παρακολουθούσε μέχρι ν’ απομακρυνθεί. Μετά πλησίασε πάλι το καράβι.

«Τι μας φέρατε εφέντη ’μ;» ρώτησε τον Κωνσταντή.

«Λάδι χότζα μου, ελιές και σαπούνι απ’ την Κρήτη» του αποκρίθηκε εκείνος.

«Κατάλαβα» έκανε με νόημα.

Έτσι εξηγείται η χαρά του γιουμπρουλή. Φέτος η ντόπια παραγωγή δεν πήγε καλά κι υπάρχει έλλειψη. Θα πληρώθηκε. Λοιπόν, γερά για να βγει το εμπόρευμα. Πλούσιο θάναι και το πεσκέσι που θα πάει σπίτι του. Τόσον καιρό που γυρόφερνε στο λιμάνι είχε μάθει πως γίνεται ο τελωνειακός έλεγχος.

Είχε περάσει η ώρα όταν πήρε το δρόμο για το μαχαλά του. Ήταν χαρούμενος και σιγοψιθύριζε ένα σκοπό. Μια δύναμη τούδινε φτερά στα πόδια και βάδιζε στον ανήφορο καμαρωτός. Λίγοι διαβάτες, που τον συναπάντησαν, τον κοίταζαν με περιέργεια. Τους χαιρέτησε κεφάτος και συνέχισε το δρόμο του. Πριν περάσει το Μεγάλο Κάστρο, που έστεκε βιγλάτορας σ’ ολάκερη την πόλη, γύρισε κι αγνάντευε στο λιμάνι. Το βλέμμα του στάθηκε κατά κει, όπου ήταν το νιοφερμένο καράβι. Ένοιωσε ένα κομμάτι της καρδιάς του να έχε μείνει σ’ αυτό. Θα γύριζε τ’ απόγιομα να τ’ ανταμώσει.

Το ξένο καράβι έμεινε στην Τραπεζούντα πολλές μέρες. Οι έμποροι, μόλις μαθεύτηκε τι φορτίο είχε, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον. Πήγαν και ζήτησαν όλο το εμπόρευμα. Ο καπετάνιος, όμως, κράτησε πενήντα σακιά σαπούνι και δέκα βαρέλια ελιές. Προτιμούσε, λέει, να τα πουλήσει μόνος του, να πιάσει καλύτερη τιμή. Έτσι κάθε πρωί ξεκίναγε μαζί με το γραμματικό, έπαιρνε ο καθένας δυο – τρείς απ’ το τσούρμο, για βαστάζους, κι άρχιζαν να γράφουν χιλιόμετρα μέσα στους μαχαλάδες. Το βράδυ γύριζαν με τις τσέπες να φουσκώνουν απ’ τους παράδες.

Τετάρτη, μέρα αγοράς. Το λιμάνι έγινε το κέντρο του κόσμου. Ένα πλήθος απίθανων συνδυασμών περιφερότανε από τη μιαν άκρη ίσα με την άλλη. Τούρκοι, χριστιανοί, εβραίοι σπρώχνονταν, φώναζαν, παζάρευαν. Ανάμεσά τους καμήλες, φορτωμένες με ό, τι μπορεί να φανταστεί κανείς, προχωρούσαν τεμπέλικα ή γονάτιζαν εκτοπίζοντας όσους είχαν την τύχη να βρεθούν γύρω τους. Πιο κει βουβάλια, σέρνοντας παραγεμισμένους αραμπάδες, περνούσαν μέσα στο πλήθος, έσπρωχναν πατούσαν, έριχναν τους πάγκους με τις πραμάτιες. Στη στιγμή άρχιζε ο καβγάς. Την ώρα αυτή περίμεναν και τα χαμίνια του λιμανιού να κάνουν τις δικές τους προμήθειες. Γύρω τους κυκλοφορούσαν αδιάφοροι, νυσταγμένοι, οι νιζάμηδες με τις μπλε στολές και τις άσπρες σταυρωτές ζώνες. Οι άνθρωποι του πασά με τα κόκκινα χιτώνια. Κι οι τουρκάλες τυλιγμένες στ’ άσπρα. Με επιμέλεια έκρυβαν όλο το σώμα τους έκτος απ’ τα γιομάτα σαγήνη μάτια.

Ο καπετάνιος σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί την περίσταση. Έβγαλε, γρήγορα, τα βαρέλια και τα σακιά που τούχαν απομείνει, ενώ ο γραμματικός, με το πλήρωμα, ξελαριγγιάζονταν μέσα στο πανδαιμόνιο:

«Κιρίτ σαπουνιού, κιρίτ σαπουνιού».

Μετά, αφού είδε πως η δουλειά πήγαινε καλά, πήρε κι αυτός ένα καλάθι με σαπούνι και στάθηκε στην άλλη μεριά της αποβάθρας. Σε λίγη ώρα το καλάθι κόντευε ν’ αδειάσει. Κάποια στιγμή, κι ενώ μέτραγε τα χρήματα που του έδωσαν δυο τουρκάλες, είδε το χότζα να τον παρακολουθεί. «Πάλι αυτός;» σκέφτηκε. Μετά, σαν έφυγαν οι πελάτισσες, τον είδε να πλησιάζει, να παίρνει ένα σαπούνι, να το κοιτάζει καλά και να το μυρίζει.

«Τα θέλω όλα παιδί μου» του λέει. «Θα μου τα φέρεις στο σπίτι;»

Άστραφτε το πρόσωπο του καπετάνιου. Αναπάντεχο το ξεπούλημα! Δεύτερη κουβέντα, δεν περίμενε.

«Μετά χαράς» απάντησε, κι αμέσως ζαλώθηκε το καλάθι.

Μπροστά ο χότζας πίσω ο ξένος ναυτικός, πήραν το Ουζούκ σοκάκ, το δρόμο για το Κάστρο. Πέρασαν το μεγάλο χείμαρο, τον Κουργκούν, και μπήκαν στο Ίτς Καλέ, τον τουρκομαχαλά. Μόλις διάβηκαν την καστρόπορτα φάνηκε δεξιά το Ορτά Χισάρ, το τζάμι που πριν τους Τούρκους ήταν εκκλησιά βυζαντινή. Παναγία η Χρυσοκέφαλος.

Εκεί στάθηκαν λίγο να ξαποστάσουν κι ύστερα συνέχισαν το δρόμο τους. Έστριψαν μια – δυο φορές κι έφτασαν στη μεγάλη πόρτα. Ο χότζας την άνοιξε και πέρασαν σε μια αυλή γεμάτη λουλούδια και δέντρα. Σ’ έναν ανθισμένο κήπο. Ο τούρκος προχώρησε στο βάθος, προς το σπίτι, κι ο καπετάνιος στάθηκε κει μπροστά περιμένοντας να πάρουν το σαπούνι. Καθώς αργούσαν κάθισε σ’ ένα πεζούλι να ξαποστάσει. Η ζέστη ειχ’ αρχίσει για τα καλά κι είχε ιδρώσει στην  ανηφόρα. Άναψε τσιγάρο και γυρόφερνε τα μάτια του. Μπροστά του ένας φαρδύς διάδρομος οδηγούσε στο σπίτι, στο βάθος της αυλής. Δεξιά κι αριστερά δυο μικρότεροι, έφερναν στις πλευρές του κήπου. Στη μια άνθιζε κάθε λογής λουλούδι, ενώ στον τοίχο ο κισσός ανέβαινε ανάλαφρος, υφαίνοντας ένα καταπράσινο χαλί. Στην άλλη απλώνονταν σε παράταξη, τα φρουτόδεντρα με τα κλαδιά κατάφορτα, γυρμένα στο έδαφος. Βερυκοκιές, κερασιές, αχλαδιές προετοίμαζαν της απόδοση της κυοφορίας τους.

Την ώρα που παρατηρούσε τις μέλισσες να ερωτοτροπούν στ’ άνθη, είδε το χότζα να βγαίνει απ’ το σπίτι και να του κάνει νόημα να πλησιάσει πιο κοντά. Σηκώθηκε, έτοιμος να παραδώσει το εμπόρευμα, να πληρωθεί και να γυρίσει στο καράβι του. δεν είχε σκοπό να μπει πιο μέσα. Στο τουρκόσπιτο. Ας ερχόταν αυτός εκεί έξω. Ο άλλος, σαν να κατάλαβε τους δισταγμούς του, πήγε τελικά στο μέρος του. Τον έπιασε φιλικά απ’ το μπράτσο και του μίλησε, χαμηλόφωνα, στα ελληνικά:

«Πάρε παιδί μου το καλάθι σου κι έλα μέσα».

Τον κοίταξε ακίνητος, ξαφνιασμένος. Σαν να μη πίστευε στ’ αυτιά του. Σταμάτησε το μυαλό του και προς στιγμή αναρωτήθηκε αν άκουσε καλά. Πραγματικά μίλησε ο χότζας ή κάποια άγνωστη φωνή, στο υποσυνείδητό του;

«Έλα παιδί μου. Πάμε μέσα».

Ο χότζας συνέχιζε να του μιλάει ελληνικά.

Μηχανικά πήρε το καλάθι και προχώρησε προς το σπίτι. Στην πόρτα στάθηκε. Ήξερε πως δεν επιτρέπεται σ’ ένα χριστιανό να μπει σε σπίτι τούρκου. Σαν να κατάλαβε κάτι ο συνοδός του, τον ακούμπησε στην πλάτη και του είπε ευγενικά:

«Έλα παιδί μου, βρίσκεσαι σε σπίτι χριστιανικό! Μη σε ξεγελάει το εξωτερικό μας».

Μπήκαν σ’ ένα καθιστικό, όπου βασίλευε η τάξη, αντάμα με την καθαριότητα. Στους τοίχους όμορφες, πολύχρωμες πάντες, παρίσταναν ναυμαχίες και ήρωες. Γύρω χαμηλά μιντέρια, με φουσκωτά μαξιλάρια και στη μέση ένας σοφράς καλυμμένος με βελούδινο, βυσινί, τραπεζομάντιλο. Το πάτωμα σκεπασμένο, μ’ ένα μεγάλο περσικό χαλί, που έκανε το πόδι να βυθίζεται ηδονικά στην απαλότητά τους.

«Είσαι σε σπίτι χριστιανικό» επανέλαβε ο χότζας κι ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό του.

Ήταν το ίδιο χαμόγελο που είδε εκείνο το πρωινό, όταν έφτασε στην Τραπεζούντα. Ήταν το ίδιο χαμόγελο που έβλεπε κάθε πρωί στην προβλήτα, απέναντι απ’ το καράβι του. «Ο άνθρωπος αυτός ξέρει να σε σκλαβώνει», σκέφτηκε.

«Φαινόμαστε μουσουλμάνοι, μα είμαστε χριστιανοί» συνέχισε ο χότζας. «Έχεις ακούσει για τους κλωστούς, τους κρυπτοχριστιανούς; Έ; Δεν έχεις;» ρώτησε.

Έγνεψε καταφατικά. Κάτι είχε ακούσει, μα που θυμόταν λεπτομέρειες! Ήταν κι αυτό σαν όλα όσ’ ακούμε κάθε μέρα. Ελάχιστα απ’ αυτά γράφονται στη θύμησή μας. Τα πιο πολλά περνούν σα εικόνες, σαν κάτι το φευγαλέο, το άπιαστο. Όταν άκουσε κάποιον να μιλά για τους κλωστούς, ούτε που περίμενε να τους  συναντήσει. Γι’ αυτό, ακούγοντας το χότζα, νόμισε πως ξεπέρασε τα όρια της πραγματικότητας.

«Πριν χρόνια γιέ μου» συνέχισε ο γέρος κρυφοχριστιανός «οι παππούδες μας αναγκάστηκαν ν’ αλλάξουν θρησκεία για να ζήσουν. Άλλαξαν όμως, μόνο εξωτερικά.

Κρυφά, μέσα στην καρδιά τους, έμειναν χριστιανοί. Όλοι τους πίστευαν για μουσουλμάνους, μα δεν ήταν. Τη νύχτα ξαναγινόντουσαν χριστιανοί. αμοίφθηκαν με πολλά πλούτη, με τιμές, με αξιώματα. Έχτισαν μέγαρα ζηλευτά. Όμως στα υπόγεια των αρχοντικών τους, έκαναν κρυφές εκκλησιές. Άλλαξε την πίστη του κι ο παπάς τους. Η εκκλησιά τους γίνηκε τζαμί, περάσαμε πριν και της είδαμε, κι αυτός χότζας. Στα κρυφά, όμως, έμεινε χριστιανός και με την άδεια του δεσπότη, παπάς. Κι η παράδοση συνεχίζεται ίσαμε τώρα. Απ’ αυτή τη φαμίλια κρατώ κι εγώ».

Ο καπετάνιος άκουγε απορημένος. Πολλά ερωτήματα τριβέλιζαν το μυαλό του. Άρθρωσε μόνο ένα:

«Οι Τούρκοι, πως δεν σας ανακάλυψαν τόσα χρόνια;»

«Έχει φυλάξει ο Θεός! Χρόνια τώρα ρίχνει στάχτη στα μάτια τους. Αν και γνωρίζουν την ύπαρξή μας, δεν έχουν πιάσει κανένα. Παλιότερα, λένε πως κάποιον ανακάλυψαν και του έκαναν μεγάλα βασανιστήρια. Μαρτύρησε για το Χριστό. Από τότε προσέχουμε. Είναι ένας αγώνας που τον μαθαίνουμε από παιδιά».

Μιλούσε ακόμη ο γέροντας, όταν άνοιξε η πόρτα και φάνηκε μια νέα κοπέλα, που κρατούσε ένα δίσκο με καφέ, γλυκό και νερό. Πίσω της ερχόταν μια μεσόκοπη. Τον καλημέρισαν στα ελληνικά. Ο χότζας έκανε τις συστάσεις –« Η γυναίκα μου κι η θυγατέρα μου»- και συνέχισε τις ιστορίες από τη ζωή τους. Εκείνες ακούμπησαν το δίσκο στο χαμηλό σοφρά και κάθισαν μαζί τους. Χωρίς να το επιδιώξει, τα μάτια του καρφώθηκαν στο όμορφο πρόσωπο της κοπέλας. Κι όσο προσπαθούσε να κοιτάξει αλλού τόσο μια δύναμη τραβούσε το βλέμμα του πάνω της.

«Έτσι παιδί μου πορευτήκαμε τόσα χρόνια». Ο χότζας τέλειωνε τη διήγηση. «Από δω και πέρα τι θα γίνει, μόνο ο Θεός ξέρει».

«Και κάνετε λειτουργίες εδώ, στο σπίτι;» ρώτησε.

Ο γέροντας σηκώθηκε.

«Σου φαίνεται απίστευτο;» το είπε. «Έλα μαζί μου».

Τον κοίταξε χωρίς να κουνήσει απ’ τη θέση του. Η πρόσκληση, για κάτι το άγνωστο, του έφερνε αμηχανία. Κάποια φωνή μέσα του τον συγκρατούσε, τον έκανε δισταχτικό. Ο γέροντας, σαν να κατάλαβε τους φόβους του, είπε πάλι: «Έλα παιδί μου, έλα. Θα σου δείξω το καλύτερο στολίδι μας».

Χωρίς να το καταλάβει είχε σηκωθεί απ’ το κάθισμά του. Απέναντί του το χαμογελαστό πρόσωπο είχε γίνει ένας μαγνήτης, που τον τραβούσε χωρίς να μπορεί ν’ αντισταθεί. Πέρασαν στο διπλανό δωμάτιο, μια σάλα ευρύχωρη, σχεδόν χωρίς έπιπλα. Το πάτωμα ήταν σκεπασμένο μ’ ένα μεγάλο πολύχρωμο χαλί, που έπιανε από τη μια μεριά ως της άλλη. Έσκυψε ο γέροντας κι άρχισε να το μαζεύει. Καθώς το δίπλωνε σιγά – σιγά, εμφανιζόταν το ξύλινο πάτωμα και μετά, εκεί στη μέση μια καταπακτή. Την άνοιξε και του έκανε νόημα να κατεβούν τη μικρή ξύλινη σκάλα. Ήταν πια αργά ν’ αρνηθεί. Θα έπαιζε το ρόλο του ίσαμε το τέλος Ο δισταγμός του είχε μεταβληθεί σε περιέργεια!

Η ξύλινη σκάλα έφερνε σ’ ένα σκοτεινό κελάρι. Στάθηκε λίγο, μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια του. Γρήγορα άρχιζε να ξεχωρίζει τα πράγματα, που ήταν στιβαγμένα εκεί κι ο χότζας τον έπιανε απ’ το χέρι και τον οδηγούσε ανάμεσά τους. Έφτασαν στον απέναντι τοίχο και τώρα πια μπορούσε να δει ξεκάθαρα μια χαμηλή πόρτα. Ο άλλος την άνοιξε και φάνηκε αυτό, που πριν είχε ονομάσει «καλύτερο στολίδι». Μια μικρή εκκλησία!

Κοίταζε, άφωνος, χωρίς να περνά μέσα. Δεν ήταν καν βέβαιος αν ζει στην πραγματικότητα ή σε όνειρο. Μπροστά του είχε μια κανονική εκκλησιά, μ’ αναμμένο το ακοίμητο καντήλι στον Εσταυρωμένο. Ο γέροντας τον πήρε απ’ το χέρι. Πέρασαν τη χαμηλή πόρτα. Έκανε το σταυρό του κι’ απ’ το καντήλι πήρε φως κι άναψε τα κεριά, στο μοναδικό μανουάλι. Το ιλαρό φως, καθώς ζωντάνευε, πλημμύριζε το μικρό χώρο κι άρχιζαν να ξεχωρίζουν το τέμπλο, οι εικόνες, η Άγια Τράπεζα. Έπειτα φόρεσε ένα πετραχείλι και στάθηκε να τον κοιτάζει απ’ την Ωραία Πύλη.

«Καλώς ήλθες, στην εκκλησία μας παιδί μου» του είπε. Και πρόσθεσε:

«Χριστόδουλος ιερεύς, αμαρτωλός».

Χωρίς πολλή σκέψη, σαν να τον ωθούσε μια αόρατη δύναμη, έσκυψε και του φίλησε το χέρι. Ξαφνικά είχε αλλάξει τόπο. Είχε μεταφερθεί στην πατρίδα του. Στην εκκλησιά του χωριού του.

Σε λίγο καθισμένοι σε δυο σκαμνιά, μπροστά στην εικόνα του Χριστού, τα έλεγαν σαν δυο παλιοί γνώριμοι. Μιλούσαν γρήγορα. Να προλάβουν να πουν πιο πολλά. Πέρασε μια, πέρασαν δυο ώρες κι όμως ήταν σαν να μην είχαν πει σχεδόν τίποτα. Σειρά του καπετάνιου να εξαγορευτεί. Να πει για τον τόπο του, τη φαμίλια του, τη θάλασσα που είχε σκλαβώσει την καρδιά του. Όλο έλεγε να την παρατήσει και κάθε ταξείδι θα ήταν και το τελευταίο. Μα όσο  σχεδίαζε τη ζωή του στη στεριά, τόσο εκείνη τον έδενε πιο γερά στα φουστάνια της. Του ήρθαν βολικά οι δουλειές κι αγόρασε με τον αδερφό του το μπρίκι, που είναι στο λιμάνι. Βρήκαν και τσούρμο καλό, απ’ την πατρίδα τους, την Κρήτη, κι ανοίχτηκαν να καταχτήσουν τα πέλαγα. Ο πατέρας παλιός θαλασσόλυκος, ξαναζούσε τους δικούς του καημούς: «Μανωλιό πιάσ’ τον τράγο απ’ τα κέρατα! Μη σκιάζεσαι». Η μάνα έκλαιγε τη μοίρα της: «Μου πήρε τον άντρα μου παίρνει και τα παιδιά μου. Γιατί Παναγιά μου;» Κι οι αδερφές καμώνονταν τις λυπημένες, μα υπολόγιζαν και στα προικιά, που θάφερναν τ’ αγόρια «να τα έχει καλά η Παναγιά και να τα φυλάγει ο Άη Νικόλας».

«Γυναίκα δεν έχει;» ρώτησε ο κρυφοπαπάς.

Όχι. Ούτε και τ’ αδέρφι του. Γι’ αυτό ξεχνιούνται στα πέλαγα. Όπου βρουν ναύλο, όχι δεν λένε. Απ’ τον Περαία μπορεί να πάνε στη Βεγγάζη κι απ’ εκεί στην Πόλη. Τούτη τη φορά βρέθηκαν στο νησί τους. Εκεί αγόρασαν λάδι και σαπούνι κι ήρθαν εδώ, που έχει έλλειψη. Μετά, θα δουν για πού θα σαλπάρουν. Περιπλάνηση μέσα στα κύματα. Να ποια είναι η ζωή τους!

«Και πως δεν φρόντισες να κάνεις οικογένεια;» ξαναρώτησε ο παπάς.

«Δεν έτυχε».

«Δεν θέλησες;»

«Θέλησα, μα δεν έτυχε. Αυτά είναι τυχερά. Άλλος τα κανονίζει».

«Αυτός ο άλλος που σ’ έφερε στα μέρη μας, στα έχει κανονισμένα».

«Τι λες παπά; Προξενιό μου ετοιμάζεις;» Πανέξυπνος ο Μανωλιός, μπήκε αμέσως στο νόημα.

«Θα σου πω τον καημό μου γιέ μου, και συ κρίνεις!»

Τα δυο μάτια, που τον κοίταγαν, είχαν αρχίσει να βουρκώνουν.

«Η κόρη μου. Το βάσανό μου. Όταν γεννήθηκε όλες οι Μοίρες τη στόλισαν με του κόσμου τις χάρες. Έγινε η πιο όμορφη στο μαχαλά μας, η πιο φρόνιμη, η πιο νοικοκυρά. Όλοι τη ζητούν. Τα πιο άξια παληκάρια μας στέλνουν προξενιές. Μα πώς να την παντρέψω, χριστιανή να πάρει Τούρκο; Πως μπορώ να στείλω το κορίτσι μου στην απώλεια; Να πάρει χριστιανό, εδώ στον τόπο μας, είναι αδύνατο. Το ίδιο κι απ’ τα γύρω χωριά. Όσο να το κάνεις, είμαστε γνωστοί! Και θες το χειρότερο; Το παιδί μου κοντεύει να μαραζώσει. Βλέπει τον καιρό να περνά κι όλο κλείνεται στην κάμαρή του. Κάποτε – κάποτε μου ρίχνει ένα θλιμμένο βλέμμα, που μου μαχαιρώνει την καρδιά. Αχ αυτό το βλέμμα. Τι πόνος είναι για το γονιό. Μια μέρα κατέβηκα εδώ στην εκκλησιά ν’ ανάψω τα καντήλια και το βρήκα να κλαίει, εκεί μπροστά στην Παναγιά. Κατάλαβα. Κάτι έπρεπε να κάνω. Μίλησα με την κυρά μου. Το δίχως άλλο έπρεπε να βρούμε λύση. Σκεφτήκαμε να ψάξουμε για χριστιανό ξενομερίτη, άγνωστο στον τόπο μας. Αλλά που έπρεπε να τον γυρέψουμε; Όταν ζεις την κρυφή ζωή, μερικά πράγματα σου είναι δύσκολα. Και επικίνδυνα. Ένα βράδυ, την ώρα που διάβαζα τ’ απόδειπνο μου σφηνώθηκε μια ιδέα. Να κατεβώ στο λιμάνι. Ναι, στο λιμάνι. Εκεί θα βρω τη λύση. Κατάλαβα. Η ξαφνική ιδέα ήταν απ’ το Θεό. Αυτός θα με οδηγούσε. Έτσι απ’ το άλλο πρωί άρχισα να σεργιανίζω στο μώλο. Πρωί κι απόγιομα. Έκανα τάχα πως χαζεύω τα καράβια, με την ελπίδα πως κάποιο μήνυμα θα μου στείλει ο Θεός. Και δεν άργησε. Το μήνυμα είσαι συ παιδί μου Μανωλιό! Θες να σώσεις μια ψυχή;»

Όσο μιλούσε ο γέρο – παπάς, έμενε με κατεβασμένο το κεφάλι. Μια φωνή μέσα του, μια ισχυρή παρόρμηση, του έλεγε να σηκωθεί, να φύγει. Όχι. Αυτό θα ήτανε κάτι το απάνθρωπο, το τιποτένιο. Θα τον άκουγε ως το τέλος και μετά θα αρνιόταν. Θα του εξηγούσε πως δεν είναι για παντριές και τα τέτοια. Θα του έκοβε τη συζήτηση, να μην τρέφει ψεύτικες ελπίδες. Μια επιτέλους! Τι του ζητάει; Να γίνει ήρωας; Όχι, όχι, δεν το μπορεί. Ένας απλός ναυτικός είναι με ανθρώπινα μέτρα.

Με την τελευταία λέξη του παπά, θέλησε να δώσει τη απάντησή του, μα αυτός τον εμπόδισε.

«Όχι τώρα Μανωλιό μου. Όχι τώρα. Θα σ’ αφήσω μόνο, εδώ στην εικόνα του Χριστού. Συλλογίσου καλά κι ύστερα απάντησέ μου», του είπε κι αμέσως έφυγε απ’ την εκκλησιά.

Τον τύλιξε μια απέραντη μοναξιά. «Να η ευκαιρία. Φύγε». Η φωνή. Όχι, θα ήταν δειλία. Καλύτερα να περιμένει ίσαμε να γυρίσει ο παπάς να του μιλήσει χωρίς περιστροφές, ν’ αρνηθεί, να τελειώνει. Τόσα χρόνια πολλοί προσπάθησαν να τον δέσουν με μια γυναίκα. Η μάνα του, οι θειάδες του, οι προξενήτρες. Αντιστάθηκε γενναία και τα κατάφερε. Τώρα θα τον νικήσει τούτος ο παπάς; Αποκλείεται. Έχασε, λένε, καλές τύχες. Κουραφέξαλα. Η τύχη του είναι καλά κι όχι το πηγάδι. Βρέ αδελφέ, επιτέλους! Δεν ήρθε εδώ, τόσο μακριά απ’ το σπίτι του, για γαμπρός! Σαπούνι και λάδι έφερε τίποτ’ άλλος! Καταλαβαίνει τον καημό του, μα τι να του κάνει; Στο κάτω της γραφής είναι αμέτοχος στα σχέδια και τις φαντασιώσεις τους. καταλαβαίνει την αγωνία του. Ψάχνει να βρει χριστιανό ξενομερίτη, για τη θυγατέρα του. Να μην πέσει σε Τούρκο. Αλλά γιατί αυτόν; Ας περιμένει, μπορεί να βρεθεί άλλος, καλύτερος, να φέρει το μήνυμα του Θεού. Άκου τι του είπε! «Το μήνυμα είσαι συ»! Αν ήθελε ο Θεός να μιλήσει αυτόν θα εύρισκε; Τόσοι υπάρχουν στον ντουνιά. Τίποτα! Άντε να γυρίσει ο παπάς να τελειώνει.

Πάνω στην ώρα ακούστηκαν βήματα στην ξύλινη σκάλα. «Έρχεται να πάρει την απάντηση» σκέφτηκε κι αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στα σωθικά του. Πως θα του μιλήσει χωρίς να τον πληγώσει; Τόση ώρα το μυαλό του έτρεχε αλλού και δεν στρώθηκε να βρει τα κατάλληλα λόγια. Έστρεψε το βλέμμα του στη χαμηλή πόρτα της κρυφής εκκλησιάς. Θέλησε να έχει τον πρώτο λόγο.

«Κόπιασε γέροντα. Είμαι έτοιμος» μίλησε προτού τον δει.

Όχι μόνο δεν πήρε απάντηση, μα σταμάτησε και κάθε θόρυβος από δίπλα. «Σαν τι να έπαθε», αναρωτήθηκε κι έκανε να σηκωθεί να δει καλύτερα. Τότε φάνηκε να ξεπροβάλλει το κορίτσι. Κρατούσε ένα δίσκο με καφέ κι είχε σκυμμένο το κεφάλι.

«Ο πατέρας σ’ άφησε μόνο. Θες καφέ;» ψέλλισε με συστολή.

Το μισοσκόταδο της εκκλησιάς έδινε μια ονειρική ομορφιά στο πρόσωπό της. Πλησίασε και με κινήσεις όλο χάρη απόθεσε το δίσκο κοντά του. Μόνος, τώρα χωρίς την παρουσία του πατέρα, μπορούσε να μελετήσει το πλάσμα που ετοιμάσανε να εισβάλει στη ζωή του. εκείνη, σαν να ενοχλήθηκε, έκανε να φύγει, να κρυφτεί απ’ την ερευνητική ματιά. Στα πρώτα της βήματα αισθάνθηκε ένα χέρι να σφίγγει τα σωθικά του. Μια παρόρμηση, μια δυνατή επιθυμία του κίνησε τα χείλη. Αργότερα, ούτε που θυμότανε τι είπε. Ίσως κάτι σαν «κάτσε κοντά μου» ή «μείνε λίγο».

Γύρισε και τον κοίταξε. Το βλέμμα της ζωηρό τον σημάδευε ίσα στο πρόσωπο. Έτσι ακίνητη έμοιαζε με θεά!

«Θα μείνω» απάντησε.

Κι έμεινε!

Όλος ο κόσμος μαζεύτηκε στο μικρό κρυφό εκκλησάκι. Ο χρόνος έπαψε να κυλά. Απέναντί του η ζωή τον κοιτούσε κατάματα. Το μυαλό του σταμάτησε τις περιπλανήσεις απ’ το παρελθόν ίσα με το άγνωστο μέλλον. Γευόταν το σήμερα!

Κανείς, δεν έμαθε ποτέ, τι είπαν τις ώρες που έμειναν μόνοι!

Περασμένο μεσημέρι αποφάσισε ο γέρο – παπάς να κατεβεί στην εκκλησιά. Βρήκε τους δυο να μιλούν πιασμένοι απ’ το χέρι. Στα πρόσωπά τους έλαμπε η ευτυχία. Στάθηκε λίγο στην είσοδο και τους καμάρωνε ενώ άρχισαν τα μάτια του να υγραίνονται. Έκανε ένα βήμα και πέρασε μέσα. Τον άκουσαν. Πρώτα το κορίτσι που πετάχτηκε όρθιο και τον κοίταζε ντροπιασμένο. Μετά κι ο Μανωλιός. Μια μικρή σιωπή κι ύστερα ακούστηκε η απάντηση, που περίμενε ο παπάς:

«Πατέρα».

Λέξη με νόημα!

«Πατέρα, θέλω να τα πούμε».

«Έχουμε καιρό παιδί μου. Έχουμε καιρό» απάντησε ο γέροντας την ώρα που τον έσφιγγε στην αγκαλιά του.

Τα μάτια του άρχισαν να ραίνουν τον κόσμο και το στήθος του να τραντάζεται απ’ τη συγκίνηση. Ξαφνικά, σαν κάτι να τον τίναξε, πετάχτηκε, τράβηξε τη βελούδινη κουρτίνα, που έκλεινε την Ωραία Πύλη και βρέθηκε μπροστά στην Άγια Τράπεζα. Έμεινε λίγο ακίνητος με σκυμμένο το κεφάλι, σαν σε προσευχή, κι ύστερα σωριάστηκε στα γόνατα. Ακούμπησε μ’ ευλάβεια στο μάρμαρο κι άφησε  τους λυγμούς να ταράξουν το κορμί του. ύστερα σηκώθηκε αγκάλιασε και τους δυο κι έτσι ενωμένους μαζί του τους πήγε στην κυρά του, να τους δει να κλάψει κι αυτή απ’ τη χαρά της.

Πέρασαν μέρες. Ο καπετάνιος βρήκε κι άλλες αφορμές να πάει στο σπίτι της κοπέλας. Έμενε μόνος μαζί της κι ονειροπολούσε για το μέλλον τους.

Έμαθε πολλά για τη διπλή ζωή τους κι αφουγκράσθηκε  την ανάσα τόσων μαρτυρικών προγόνων τους. Μεγάλη η απορία του: Πως κράτησαν τόσα χρόνια!

Μια μέρα πήγε στο ελληνικό προξενείο να θεωρήσει τα χαρτιά του καραβιού. Βρήκε τον πρόξενο και του μίλησε για το αναπάντεχο προξενιό. Μαζί πήγαν και στον Έλληνα μητροπολίτη. Εκείνος, πάλι, δεν έκρυψε τη χαρά του, σαν άκουσε το νέο.

«Γνώριζα, παιδί μου, το δράμα του παπά – Χριστόδουλου» του είπε. «Δυστυχώς ήμουν ανήμπορος να τον βοηθήσω. Χαίρουμαι που η Πρόνοια του Θεού έστειλε εσένα να δώσεις τη λύση».

Νάτο πάλι. Η λύση!

Μετά από δυο μέρες οι άδειες ήταν έτοιμες. Το ίδιο βράδυ έγινε κι ο γάμος στη μικρή εκκλησιά. Γύρω από το νέο ζευγάρι άστραφταν τα πρόσωπα της μάνας και των δυο μικρών αδελφών του κοριτσιού. Κουμπάρος ο Γιωργής, ο αδελφός του γαμπρού. Εκείνη τη νύχτα η συγκίνηση κι η χαρά έπαιζαν κρυφτό στο σπίτι.

Κανείς απ’ το τσούρμο του καραβιού ούτε που υποψιάστηκε την περιπέτεια του καπετάνιου. Ούτε τους είπαν τίποτα οι συχνές επισκέψεις του στον τουρκομαχαλά. Εξάλλου ποιος ευκαιρούσε για τέτοια. Μόνο σαν απόσωσαν τα εμπορεύματα και δεν έβλεπαν να σαλπάρουν, κάποιοι άρχισαν ν’ απορούν για την καθυστέρηση.

«Ψάχνει για ναύλο ο καπετάνιος», απάντησε ο λοστρόμος, που ούτε κι αυτός ήξερε τίποτα.

Έτσι, ανέμελοι, γυρόφερναν στα καπηλιά κι ούτε που νοιάζονταν για το φευγιό τους. Ώσπου τους μάζωξε, ένα δειλινό, ο Γιώργης.

«Τα ξημερώματα κάνουμε πανιά» τους είπε. «Να είστε έτοιμοι».

Στη στιγμή μια ξαφνική ζωντάνια ξύπνησε τα νωθρά κορμιά τους. Μάζεψαν τα υπάρχοντά τους κι άρχισαν να σενιάρουν το καράβι για το ταξίδι. Το βράδυ βγήκαν για λίγο, ν’ αποχαιρετήσουν τις εφήμερες παρέες του λιμανιού και νωρίς ήταν στις θέσεις τους. Το μελίσσι γύρισε στην κυψέλη.

Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα και το λιμάνι είχε βυθιστεί στο βαθύτερό του ύπνο. Η ασέληνη νύχτα έδενε μορφές ξωτικών στ’ άλμπουρα κι ο ανάλαφρος ήχος, απ’ την αέναη κίνηση της θάλασσας, δεν ήταν ικανός να ταράξει την απέραντη ησυχία. Αν κάποιες πυγολαμπίδες δεν αναβόσβηναν – σημάδι πως οι ναύτες της νυχτερινής βάρδιας παρηγορούσαν τη μοναξιά τους μ’ ένα τσιγάρο – θα νόμιζε κανείς, πως στο πιο ζωντανό κομμάτι της πόλης, δεν υπήρχε ζωή.

Πιο νωρίς απ’ όλα τα καράβια ησύχασε απόψε το ελληνικό τρικάταρτο μπρίκι. Άλλες βραδιές, οι εύθυμοι ναύτες του, έφευγαν με φωνές και γύριζαν, μια κι ο βάκχος είχε παραλύσει τα πόδια τους. Οι ίδιοι απόψε είχαν αποτραβηχτεί νωρίς, υπάκουοι στις εντολές του καπετάνιου. Μόνος ξύπνιος ο βαρδιάνος της δωδέκατης ώρας. Κρεμασμένος στην κουπαστή κάπνιζε μελαγχολικά, αναπολώντας τις νύχτες στην εσωτερική πλευρά του λιμανιού. Απ’ την ίδια μεριά έφτανε ο αχνός απόηχος της ευθυμίας.

«Το γλεντούν κι απόψε» σκέφτηκε.

Ξάφνου, εκεί που έριχνε ματιές δίχως νόημα, βλέπει να πλησιάζουν γρήγορα τρείς σκιές. Ασυναίσθητα έφερε το χέρι στο ζωνάρι, στη θέση του πιστολιού και στάθηκε μπροστά στη σκάλα να τους κόψει το δρόμο. Ήταν έτοιμος να φωνάξει όταν άκουσε σιγανά τη φωνή του καπετάνιου.

«Μην κάνεις θόρυβο Μαρίνο. Ο καπετάνιος είμαι».

Ναι. Τώρα που ήρθαν κοντά τους γνώρισε. Ο καπετάνιος κι ο Γιωργής. Ο τρίτος; Στάθηκε παράμερα και περίμενε ν’ ανεβούν. «Δεν είναι ναυτικός» σκέφτηκε καθώς έβλεπε τον άλλο να πατά αδέξια στην ξύλινη σκάλα. Καθώς περνούσαν μπροστά του έριξε μια φευγαλέα ματιά. Κατάλαβε! Ήταν τόσο πρόχειρο το μασκάρεμα της κοπέλας. Χαμογέλασε πονηρά. «Μπράβο καπετάνιε!» ψιθύρισε.

Χιόνιζε όταν ο χότζας κατέβηκε στο λιμάνι εκείνο το πρωινό. Στην αρχή κοίταγε από μακριά. Μετά πέρασε μπροστά σ’ όλα τα καράβια. Ύστερα πήρε το δρόμο για το μαχαλά του. Καθώς περνούσε μπροστά απ’ τον καφενέ άνοιξε η πόρτα και ξεπρόβαλε ο λιμάν ρεΐσης.

«Ει, χότζα, χότζα» φώναξε.

Εκείνος γύρισε και τον κοίταξε χαμογελαστός.

«Καλή σου μέρα εφέντη μ’» τον χαιρέτησε.

«Καλοσώρισες. Πέρασες καλά στη Σταμπούλ;»

«Πάντρεψα τη θυγατέρα μου γι’ αυτό έμεινα παραπάνω».

«Να σου ζήσει χότζα μου, να σου ζήσει. Καλούς απογόνους» άρχισε τις ευχές, το ίδιο κι ένας – δυο περίεργοι που έβγαιναν εκείνη την ώρα.

Ο χότζας σήκωσε το χέρι και τους χαιρέτησε. Σκυφτός συνέχισε τον ανηφροικό δρόμο. Σε λίγο τον είχε καταπιεί το άσπρο πέπλο που κάλυπτε την Τραπεζούντα.

ΠΗΓΗ: Το Συναξάρι των κρυφών ονείρων. 
Πηγή:  ahdoni.blogspot.com